< Ἀπτερεύς
2 ἀπτερέως >
1 ἀπτερέως
adv.
sin decir palabra
,
sin chistar
(para otros sent. v.
2
ἀπτερέως)
τοὶ δ' ἀ. ἐπίθον[το
Hes.
Fr
.204.84.